ἀνίλαστος

ἀνίλαστος
ἀνίλαστος [pron. full] [ῑ], ον,
A unappeased, merciless, Plu.2.170c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανίλαστος — ἀνίλαστος, ον (Α) αυτός που δεν εξιλεώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ιλάσκομαι «εξιλεώνω, καταπραΰνω] …   Dictionary of Greek

  • ἀνίλαστος — ἀνί̱λαστος , ἀνίλαστος unappeased masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνίλαστε — ἀνί̱λαστε , ἀνίλαστος unappeased masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”